ἀντίμιμος — closely imitating masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίμιμον — ἀντίμιμος closely imitating masc/fem acc sg ἀντίμιμος closely imitating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιμίμοις — ἀντίμιμος closely imitating masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιμίμου — ἀντίμιμος closely imitating masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιμίμῳ — ἀντίμιμος closely imitating masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίμιμα — ἀντίμιμος closely imitating neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίμιμοι — ἀντίμιμος closely imitating masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίμιμ' — ἀντίμιμα , ἀντίμιμος closely imitating neut nom/voc/acc pl ἀντίμιμε , ἀντίμιμος closely imitating masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικόμιμος — γυναικόμιμος, ον (AM) αυτός που μιμείται τις γυναίκες στις κινήσεις ή στο ντύσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + μίμος (πρβλ. αντίμιμος, λογόμιμος)] … Dictionary of Greek
μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή … Dictionary of Greek